ξοΐς
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
English (LSJ)
ξοΐδος, ἡ, chisel, IG22.463.40, 11(2).199A87 (Delos, iii B. C.), Supp.Epigr.4.447.40 (Didyma, ii B. C.), etc.; ξοῒς χαρακτή toothed chisel, IG7.3073.104 (Lebad.); ξοῒς ἀρτίστομος (q.v.), ib.148; ξοῒς ἡμιτριβής Inscr.Délos507; ποιμενικῆς αὐτομαθοῦς ξ. APl.4.86.
German (Pape)
[Seite 280] ΐδος, ἡ, Werkzeug zum Arbeiten in Holz und Stein, Schnitzmesser, Meißel, ποιμενική, Ep. ad. 232 (Plan. 86).
French (Bailly abrégé)
ΐδος (ἡ) :
instrument pour tailler la pierre ou le bois, ciseau ou serpe.
Étymologie: ξέω.
Greek (Liddell-Scott)
ξοΐς: -ΐδος, ἡ, ἐργαλεῖον γλυπτικόν, Ἀνθ. Πλαν. 86. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεταλλικὸν σκεῦος, καὶ λιθουργικόν».
Greek Monolingual
ξοΐς, ἡ (Α)
σιδερένιο εργαλείο που χρησιμοποιείται στη γλυπτική και στην εξόρυξη, καθώς και στην κατεργασία μεταλλευμάτων ή πετρωμάτων, σμίλη («ξοΐς
μεταλλικὸν σκεῦος, και λιθουργικόν», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί πιθ. από την ετεροιωμένη βαθμίδα ξο- του ξέω κατά τα: κοπίς, δορίς.
Greek Monotonic
ξοΐς: -ΐδος, ἡ (ξέω), σμίλη γλύπτη, λιθοξόου, σε Ανθ.
Translations
chisel
Albanian: thadër, daltë; Arabic: إِزْمِيل; Armenian: դուր; Belarusian: долата, зубі́ла, стамеска; Bulgarian: длето; Catalan: cisell; Chechen: урс; Chinese Cantonese: 鑿; Mandarin: 鑿子, 凿子; Czech: dláto, sekáč, majzlík; Danish: mejsel, stemmejern; Dargwa: уршури; Dutch: beitel; Esperanto: ĉizilo; Estonian: peitel; Ewe: pɛ; Finnish: taltta; French: ciseau, burin; Friulian: cesel; Galician: cicel, escoupro, formón, trincha; Georgian: საჭრისი, სატეხი; German: Meißel, Stemmeisen, Beitel, Stechbeitel; Greek: σκαρπέλο; Ancient Greek: ἀκίς, ἀκίσκλη, ἀκίσκλος, γλαρίς, γλυπτήρ, γλύφανος, γλυφεῖον, γλυφίς, ἐγκοπεύς, κολαπτήρ, κοπεύς, λαξευτήριον, λατομίς, ξοΐς, ξυστήρ, σμίλη, σμῖλα, τύκος; Gujarati: છીણી; Hebrew: אִזְמֵל; Hindi: छेनी; Hungarian: véső; Icelandic: sporjárn; Ido: cizelo; Igbo: mma-mkpa; Inari Sami: hugimbor; Irish: gearrthóir; Italian: scalpello, cesello; Japanese: 鑿; Javanese: pahat; Kazakh: тескіш; Khmer: ពន្លាក; Korean: 끌; Kyrgyz: кескич; Latin: scalprum, caelum; Latvian: kalts; Lingala: sizó; Lithuanian: káltas; Macedonian: длето; Malay: pahat; Maltese: furmatur, skarpell; Maori: whao; Mongolian: цүүц; Nepali: छिनो, राँबो, रामो; Northern Sotho: pêtlô; Norwegian Bokmål: meisel; Nynorsk: meitel, meisel; Occitan: cisèl; Old Church Slavonic Cyrillic: длато; Glagolitic: ⰴⰾⰰⱅⱁ; Old English: heardhēawa; Old Javanese: pahat; Persian: اسکنه; Plautdietsch: Beitel; Polish: dłuto, przecinak; Portuguese: cinzel; Romanian: daltă; Russian: долото, зубило, стамеска; Serbo-Croatian Cyrillic: длето, длијето; Roman: dleto, dlijeto; Slovak: dláto, majzlík, majzel; Slovene: dleto; Spanish: formón, cincel, escoplo, piqueta, zapapico; Swahili: patasi; Swedish: mejsel, stämjärn; Tagalog: pait, paningkal; Telugu: శానం; Thai: สิ่ว; Tibetan: འབུག, གཟོང; Turkish: keski, makas, iskarpela; Turkmen: isgene; Ukrainian: долото, зубило, стамеска; Vietnamese: cái đục; Vilamovian: bǡsuł; Walloon: cizea; Welsh: cŷn, gaing; Yup'ik: cupilaq