ἰαλτός

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰαλτός Medium diacritics: ἰαλτός Low diacritics: ιαλτός Capitals: ΙΑΛΤΟΣ
Transliteration A: ialtós Transliteration B: ialtos Transliteration C: ialtos Beta Code: i)alto/s

English (LSJ)

[ῐ], ή, όν, sent forth, ἐκ δόμων A.Ch.22(lyr.).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
lancé, jeté, envoyé.
Étymologie: adj. verb. de ἰάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἰαλτός: [adj. verb. к ἰάλλω посланный (ἐκ δόμων Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰαλτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ἐκπεμφθείς, ἐξαποσταλείς, ἐκ δόμων Αἰσχύλ. Χο. 22.

Greek Monolingual

ἰαλτός, -ή, -όν (Α) ιάλλω
ο σταλμένος.

Greek Monotonic

ἰαλτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που αποπέμπεται, εξαποστέλλεται, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

verb. adj. of ἰάλλω
sent forth, Aesch.