ἰαλτός
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
[ῐ], ή, όν, sent forth, ἐκ δόμων A.Ch.22(lyr.).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
lancé, jeté, envoyé.
Étymologie: adj. verb. de ἰάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἰαλτός: [adj. verb. к ἰάλλω посланный (ἐκ δόμων Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰαλτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ἐκπεμφθείς, ἐξαποσταλείς, ἐκ δόμων Αἰσχύλ. Χο. 22.
Greek Monolingual
ἰαλτός, -ή, -όν (Α) ιάλλω
ο σταλμένος.
Greek Monotonic
ἰαλτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που αποπέμπεται, εξαποστέλλεται, σε Αισχύλ.