ἰοβόρος
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
English (LSJ)
ἰοβόρον, (ἰός B)
A poison-eating, Opp.C.3.223; of a serpent, διψάς IG4.620 (Argos).
II eating venomously, πυθεδόνες Nic.Th. 467.
German (Pape)
[Seite 1255] Gift fressend; γόνος δρακαίνης Opp. C. 3, 223; πυθεδόνες Nic. Th. 467; Ath. VII, 304 f, richtiger ἰοβόλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἰοβόρος: ῑ, ον, (ἰὸς) ὁ τρώγων δηλητήριον, Ὀππ. Κυν. 3. 223, Ἐπιφάν.· ἐπὶ ὄφεως, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 465. 4. ΙΙ. βιβρώσκων δηλητηριωδῶς, πυθεδόνες Νικ. Θηρ. 467. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰοβόρον· παλίγκοτον, ἤγουν ὀργίλον».
Greek Monolingual
ἰοβόρος, -ον (Α)
1. αυτός που τρώει φαρμακερά, αυτός που βιβρώσκει δηλητηριωδώς («πυθεδόνες ἰοβόροι», Νικ.)
2. αυτός που τρέφεται με δηλητήριο, αυτός που τρώει δηλητήριο
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἰοβόρον
παλίγκοτον, ἤγουν ὀργίλον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + -βόρος (< βορά < βιβρώσκω), πρβλ. δημοβόρος, σαρκοβόρος].