τεθμός
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
v. θεσμός.
German (Pape)
[Seite 1079] ὁ, dor. statt θεσμός, das Festgesetzte, die Satzung, das Herkommen; Pind. Ol. 8, 25; τεθμὸν μέγιστον ἀέθλων κτίσῃ, 6, 69, u. öfter, u. sp. D., wie Lycophr. 1173.
French (Bailly abrégé)
dor. c. θεσμός.
Russian (Dvoretsky)
τεθμός: ὁ дор. (= θεσμός) установление, обычай или закон Pind.
Greek (Liddell-Scott)
τεθμός: ὁ, Δωρ. ἀντὶ θεσμός, νόμος, ἔθος, ἔθιμον, Πινδ. Ο. 6. 117., 7. 162, πρβλ. Dissen. N. 33 (51), καὶ ἴδε ἐν λ. ἀμφίαλος, ἐγκώμιος.
English (Slater)
τεθμός (-ός, -όν, -οῖσιν.)
1 that which is laid down and so
a ordinance, rule τεθμός δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερ- κέα χώραν παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις (O. 8.25) τεθμοῖσιν ἐν Αἰγιμιοῦ (P. 1.64) “μακάρων τ' ἐπιχώριον τεθμὸν πάμπαν ἐρῆμον ἀπωσάμενος” i. e. the ordinance of heaven concerning this island (Pae. 4.47)
b function, duty ἀλλὰ παρθένοι γάρ, ἴσθ' ὅτι, Μοῖσαι, πάντα, κελαινεφεῖ σὺν πατρὶ Μναμοσύνᾳ τε τοῦτον ἔσχετ[ε τεθ]μόν, κλῦτε νῦν (i. e. πιθεῖν σοφούς v. 52: fort. κός]μον legendum) (Pae. 6.57)
c institution
I = κῶμος, τίμα μὲν ὕμνου τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν (O. 7.88) δέξαι τέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν, τὸν ἄγει πεδίων ἐκ Πίσας (O. 13.29)
II festival πατρὶ ἑορτάν τε κτίσῃ πλειστόμβροτον τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων (at Olympia) (O. 6.69) ἐν δ' ἀμφιάλοισι Ποτειδᾶνος τεθμοῖσιν (at the Isthmus) (O. 13.40) ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν (N. 10.33)
III law, convention of song τὰ μακρὰ δ' ἐξενέπειν ἐρύκει με τεθμὸς ὧραί τ ἐπειγόμεναι (N. 4.33)
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δωρ. τ.) βλ. θεσμός.
Greek Monotonic
τεθμός: ὁ, Δωρ. αντί θεσμός, νόμος, έθιμο, σε Πίνδ.
Middle Liddell
τεθμός, οῦ, ὁ, [doric for θεσμός
a law, custom, Pind.
Frisk Etymology German
τεθμός: {tethmós}
See also: s. θεσμός.
Page 2,863