ὀρνιθευτικός
English (LSJ)
ὀρνιθευτική, ὀρνιθευτικόν, of or for bird-catching: ἡ ὀρνιθευτική (sc. τέχνη) the art of bird-catching, the art of fowling, Pl.Sph.220b, Porph. Abst.1.53, Poll.7.139.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν θήραν πτηνῶν, ἡ ὀρνιθευτικὴ (ἐξυπ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ συλλαμβάνειν πτηνά, Πλάτ. Σοφιστ. 220Β (κοινῶς ὀρνιθοθηρευτική), Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 1. 53, Πολυδ. Ζ΄, 139.
Greek Monolingual
ὀρνιθευτικός, -ή, -όν (Α) ορνιθευτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι πτηνών
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀρνιθευτική
η τέχνη του κυνηγιού πτηνών.
Greek Monotonic
ὀρνῑθευτικός: -ή, -όν, αυτός που προέρχεται από ή ταιριάζει στο κυνήγι των πουλιών· ἡ -κή (ενν. τέχνη), τέχνη ή τεχνική για το πιάσιμο των πουλιών, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ὀρνῑθευτικός, ή, όν [from ὀρνιθεύω]
of or for bird-catching: —ἡ ὀρνιθευτική (sc. τέχνη, the art of bird-catching, fowling, Plat.