ὀρτυγοκοπία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, the game of quail-striking, ibid.
German (Pape)
[Seite 387] ἡ, das Wachtelschlagen, ein Spiel der jungen Leute in Athen, wie unser Hahnenschlag, Poll. 9, 107.
Greek Monolingual
ὀρτυγοκοπία, ἡ (Α) ορτυγοκόπος
παιδιά κατά την οποία τοποθετούσαν μέσα σε εγγεγραμμένο στο έδαφος κύκλο ένα ορτύκι ειδικά γυμνασμένο, που ο ορτυγοκόπος το χτυπούσε με τον λιχανό δάκτυλό του ή αποσπούσε τα φτερά του κεφαλιού του, παιδιά στην οποία νικητής θεωρούνταν το ορτύκι, αν υπέμενε τα χτυπήματα και την απόσπαση τών φτερών του, χωρίς να βγαίνει έξω από τη γραμμή του κύκλου.