ὁλόκαυτος
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
English (LSJ)
ὁλόκαυτον,
A burnt whole, Call.Fr.1.49 P.; τὸ ὁ. LXX Le.6.23(16); ὁ. θυσία Ph.1.668,al.
2 in full flame, opp. ἡμίκαυτος, Gal.18(1).225.
German (Pape)
[Seite 325] ganz verbrannt, τὸ ὁλόκαυτον, das Brandopfer, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλόκαυτος: -ον, ὁ καεὶς ὅλος, πᾶσα θυσία ἱερέως ὁλόκαυτος ἔσται Ἑβδ. (Λευιτ. Ϛ΄, 23). - Ἐπίρρ. ὁλοκαύτως, Ψευδο-Δίων 205C.
Greek Monolingual
και ολόκαυστος, -η, -ο (Α ολόκαυτος και ολόκαυστος, -ον)
αυτός που κάηκε ολόκληρος, που αποτεφρώθηκε
αρχ.
αυτός που φλέγεται, που καίγεται.
επίρρ...
ὁλοκαύτως (Α)
με ολόκαυτο τρόπο, με τέλεια καύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -καυτός / -καυστος (< καυτός / καυστός < καίω), πρβλ. ημί-καυτος / ημί-καυστος, νεό-καυτος / νεό-καυστος].