ὁμείρομαι
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (LSJ)
or ὀμείρομαι, desire, long for, v.l. for ἱμείρομαι in best codd. of LXX Jb.3.21 and IEp.Thess.2.8, cf. Sm.Ps.62(63).2, Hsch., Phot.; ὀμειρόμενοι περὶ παιδός CIG4000.7 (iv A.D., v. JHS38.152). (Etym. unknown; prob. not related to ἱμείρω or to μείρομαι.)
Russian (Dvoretsky)
ὁμείρομαι: NT = ἱμείρομαι (см. ἱμείρω).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμείρομαι: ἱμείρομαι, ἀνθ’ οὗ καὶ φέρεται ἐν πᾶσι τοῖς ἀρίστοις Ἀντιγράφοις τῆς πρὸς Θεσσ. Α΄ Ἐπιστ. β΄, 8, καὶ ἐν τῷ Ἀλεξ. Ἀντιγράφῳ τῶν Ἑβδ. Ἰώβ. Γ΄, 21.
Greek Monolingual
ὁμείρομαι και ὀμείρομαι (Α)
επιθυμώ, ποθώ κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η διόρθωση του τ. σε ἱμείρομαι δεν γίνεται αποδεκτή].
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: desire (LXX, NT; inscr. Phrygia JHS 38 (1918) 157).
Other forms: ὀμείρονται ἐπιθυμοῦσιν H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.
Greek Monotonic
ὁμείρομαι: = ἱμείρομαι, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ὁμείρομαι, = ἱμείρομαι, NTest.]
Chinese
原文音譯:ƒme„romai 希姆羅買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:有如 湧流
字義溯源:熱望,渴望,願望,眷愛;源自(ἱμείρομαι / ὁμείρομαι)X*=渴望)
出現次數:總共(1);帖前(1)
譯字彙編:
1) 我們⋯眷愛(1) 帖前2:8