ὁμοιωτής

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιωτής Medium diacritics: ὁμοιωτής Low diacritics: ομοιωτής Capitals: ΟΜΟΙΩΤΗΣ
Transliteration A: homoiōtḗs Transliteration B: homoiōtēs Transliteration C: omoiotis Beta Code: o(moiwth/s

English (LSJ)

ὁμοιωτοῦ, ὁ, one who likens, = μιμητής, condemned by Poll.7.126.

German (Pape)

[Seite 337] ὁ, der Ähnlichmachende, bes. der Bildner, bei Poll. 7, 126 für ζωγράφος getadelt.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ποιῶν τι ὅμοιον πρός τι· μιμητής, ζωγράφος, Πολυδ. Ζ΄, 126.

Greek Monolingual

ὁμοιωτής, ὁ (Α) ομοιώ
1. αυτός που καθιστά κάτι όμοιο με κάτι άλλο
2. ζωγράφος, γλύπτης.