ὑαλόεις
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
English (LSJ)
ὑαλόεσσα, ὑαλόεν, glass-coloured (cf. μελίχρως), παρειή AP5.47 (Rufin.).
German (Pape)
[Seite 1168] εσσα, εν, gläsern, glasartig, durchsichtig, bes. Sp. – [Υ ist bei Ep. in der Vershebung auch lang, Ruf. 36 (V, 48).]
Russian (Dvoretsky)
ὑᾰλόεις: όεσσα, όεν (ῡ!) прозрачный как стекло, перен. нежный (παρειή Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑαλόεις: εσσα, εν, ὅμοιος πρὸς ὕαλον, διαφανής, παρειή, Ἀνθ. Π. 5. 48.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
αυτός που είναι λαμπερός και διαφανής σαν το γυαλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + κατάλ. -όεις].