ὑαλόεις
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
ὑαλόεσσα, ὑαλόεν, glass-coloured (cf. μελίχρως), παρειή AP5.47 (Rufin.).
German (Pape)
[Seite 1168] εσσα, εν, gläsern, glasartig, durchsichtig, bes. Sp. – [Υ ist bei Ep. in der Vershebung auch lang, Ruf. 36 (V, 48).]
Russian (Dvoretsky)
ὑᾰλόεις: όεσσα, όεν (ῡ!) прозрачный как стекло, перен. нежный (παρειή Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑαλόεις: εσσα, εν, ὅμοιος πρὸς ὕαλον, διαφανής, παρειή, Ἀνθ. Π. 5. 48.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
αυτός που είναι λαμπερός και διαφανής σαν το γυαλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + κατάλ. -όεις].