ὑπέρτολμος
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
ὑπέρτολμον, (τόλμα) overbold, ἀνδρὸς φρόνημα A.Ch.594 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1202] überaus kühn, φρόνημα Aesch. Ch. 586.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
audacieux à l'excès.
Étymologie: ὑπέρ, τόλμα.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρτολμος: не в меру отважный, дерзостный (ἀνδρὸς φρόνημα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρτολμος: -ον, (τόλμα), εἰς ὑπερβολὴν τολμηρός, ἀνδρὸς φρόνημα Αἰσχύλ. Χο. 590.
Greek Monolingual
-ον, Α
πάρα πολύ τολμηρός, παράτολμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -τολμος (< τόλμη), πρβλ. παρά-τολμος].