ὑπεργεμίζω

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεργεμίζω Medium diacritics: ὑπεργεμίζω Low diacritics: υπεργεμίζω Capitals: ΥΠΕΡΓΕΜΙΖΩ
Transliteration A: hypergemízō Transliteration B: hypergemizō Transliteration C: ypergemizo Beta Code: u(pergemi/zw

English (LSJ)

overfill, overload, X.Vect.4.39 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1193] überfüllen, überladen, Xen. Vect. 4, 39.

French (Bailly abrégé)

surcharger.
Étymologie: ὑπέρ, γεμίζω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεργεμίζω: перегружать Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεργεμίζω: μέλλ. -ίσω, ὡς καὶ νῦν, γεμίζω ὑπὲρ τὸ μέτρον, Ξεν. Πόροι 4, 39.

Greek Monolingual

ὑπεργεμίζω ΝΜΑ
γεμίζω κάτι περισσότερο από όσο επιτρέπει κανονικά η χωρητικότητά του.

Greek Monotonic

ὑπεργεμίζω: μέλ. -ίσω, γεμίζω υπερβολικά, υπερφορτώνω, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ίσω
to overfill, overload, Xen.