ὑπερόρασις
From LSJ
οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει → Zeus has not yet turned his neck aside
English (LSJ)
-εως, ἡ, overlooking, disdaining, τῶν αἰσθητικῶν κινήσεων M.Ant.8.26: abs., contempt, disdain, LXX Nu.22.30.
German (Pape)
[Seite 1199] εως, ἡ, das Übersehen, Verachten, LXX. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερόρᾱσις: -εως, ἡ, τὸ ὑπερορᾶν, περιφρονεῖν τι, καταφρόνησις, τινος Μᾶρκ. Ἀντων. 8. 26 ἀπολύτ., περιφρόνησις, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΚΒ΄, 30).
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ, Α ὑπερορῶ
καταφρόνηση, περιφρόνηση.