ὑποκάτημαι
From LSJ
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
English (LSJ)
Ionic for ὑποκάθημαι.
German (Pape)
[Seite 1219] ion. statt ὑποκάθημαι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ὑποκάθημαι.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. ὑποκάθημαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκάτημαι: ион. = ὑποκάθημαι.