ὑποστολίζω
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
= ὑποστέλλω, furl, λαῖφος Lyr.Adesp.132 = Trag.Adesp.377.
German (Pape)
wie ὑποστέλλω, herablassen, nachlassen, λαῖφος Archil. bei Plut. Superst. 7.
Russian (Dvoretsky)
ὑποστολίζω: свертывать, убирать (λαῖφος Plut., Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποστολίζω: ὡς τὸ ὑποστέλλω, μέγα λαῖφος ὑποστολίσας Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 169Β.