ὠκύπομπος

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῠπομπος Medium diacritics: ὠκύπομπος Low diacritics: ωκύπομπος Capitals: ΩΚΥΠΟΜΠΟΣ
Transliteration A: ōkýpompos Transliteration B: ōkypompos Transliteration C: okypompos Beta Code: w)ku/pompos

English (LSJ)

ὠκύπομπον, conveying rapidly, of ships, δόρυ B.16.90; ναῦς E.IT1137 (lyr.); πλάται ib.1427.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
transporté promptement.
Étymologie: ὠκύς, πέμπω.

German (Pape)

schnell schickend, fortbringend, ναῦς Eur. I.T. 1137, πλάται 1427.

Russian (Dvoretsky)

ὠκύπομπος: быстроходный, быстрый (ναῦς, πλάται Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠκύπομπος: -ον, ταχέως φέρων, μεταφέρων, ναῦς Εὐρ. Ι. Τ. 1137· πλάται αὐτόθι 1427· ― φέρεται καὶ ὠκυπομπός, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 203.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που μεταφέρει κάτι με ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πομπός (< πέμπω), πρβλ. ταχύ-πομπος].

Greek Monotonic

ὠκύπομπος: -ον, αυτός που φέρνει γρήγορα, που μεταφέρει αμέσως, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὠκύ-πομπος, ον,
quick-sending, conveying rapidly, Eur.

English (Woodhouse)

bringing on one's way

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)