ὠμοφαγέω
From LSJ
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English (LSJ)
eat raw flesh, Str.15.2.2, Arr.Ind.28.1, Porph.Abst. 1.13, Gp.19.2.13.
Greek (Liddell-Scott)
ὠμοφᾰγέω: τρώγω ὠμὸν κρέας, Ἀρρ. Ἰνδ. 28. 1, Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. § 13, κλπ.