ῥίζηθεν
From LSJ
English (LSJ)
Adv. from the roots, A.R.3.1401.
German (Pape)
[Seite 842] adv., von der Wurzel aus, Ap. Rh. 3, 1400, auch ῥιζόθεν.
Greek (Liddell-Scott)
ῥίζηθεν: Ἐπίρρ, (ῥίζα), πρόρριζα ἀπὸ ῥίζης, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1400.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. από τη ρίζα, σύρριζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. γαίηθεν)].