ῥηγματώδης

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥηγματώδης Medium diacritics: ῥηγματώδης Low diacritics: ρηγματώδης Capitals: ΡΗΓΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: rhēgmatṓdēs Transliteration B: rhēgmatōdēs Transliteration C: rigmatodis Beta Code: r(hgmatw/dhs

English (LSJ)

ες, v. ῥῆγμα.

German (Pape)

[Seite 839] ες, rißartig, rissig, voll Ritzen, Spalten; auch = ῥηγματίας, Medic.

Greek Monolingual

-ες / ῥηγματώδης, -ῶδες, ΝΑ ῥῆγμα, -ατος]
1. όμοιος με ρήγμα
2. αυτός που έχει ρήγματα («ρηγματώδης επιφάνεια»)
νεοελλ.
φρ. «ρηγματώδη τρήματα»
ανατ. οπές της βάσης του κρανίου μεταξύ λιθοειδούς και σφηνοειδούς οστού -πρόσθιο ρηγματώδες τρήμα- για τη δίοδο της έσω καρωτίδας, και μεταξύ λιθοειδούς και ινιακού οστού -οπίσθιο ρηγματώδες τρήμα- για τη δίοδο της σφαγίτιδας φλέβας και της 9ης, της 10ης και της 11ης εγκεφαλικής αρτηρίας
αρχ.
ο ῥηγματίας.