ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
P. ἀηδής, Ar. and P. βδελυρός. V. βδελύκτροπος.
distressing: P. and V. βαρύς, ὀχληρός, δυσχερής.