δηϊοτής
English (LSJ)
ῆτος, ἡ, battle-strife, the battle, Il.3.20, etc.; mortal struggle, death, Od.12.257; cf. δανοτής.
Spanish (DGE)
δηϊοτής, -ῆτος, ἡ
• Alolema(s): δᾱϊοτής Choeril.13a.2
batalla, refriega πόλεμος καὶ δηϊοτής Il.5.348, cf. 3.20, 5.593, Hes.Th.662, Fr.204.119, Choeril.l.c., μάχη καὶ δ. Il.7.290, κέλαδος καὶ δηϊοτής Hes.Th.852, δηϊοτῆτα φυγὼν καὶ δοῦπον ἀκόντων Callin.1.14, ἀείρεσθαι δηιοτῆτα librar batalla A.R.4.420, cf. 1.682, 3.234, 4.396, δηϊοτῆτος θεσμός la ley de la batalla Opp.H.4.533, θάλασσιος δηϊοτής Nonn.D.39.82, ἀέθλια δηϊοτῆτος Nonn.D.2.363, cf. 5.3, ἀθύρματα δηϊοτῆτος Nonn.D.21.217, cf. Q.S.1.419, 2.72
•lucha, pelea contra Escila Od.12.257, contra el hambre, Crates Theb.SHell.349.3 (var.), paród. γυναικείη Nonn.D.46.93
•p. ext. casi concr. campo de batalla θέων ἀνὰ δηϊοτῆτα Il.15.584, 17.257, στόμα δηϊοτῆτος la primera línea de batalla Q.S.1.194, νῶτα δηϊοτῆτος Nonn.D.22.211
•ejército, combatientes Βακχείη δ. las huestes luchadoras de Baco Nonn.D.36.243, λαιὸν ... κέρας ... δηϊοτῆτος Nonn.D.30.12.
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ἡ) :
I. hostilité;
II. p. suite :
1 combat, bataille;
2 lutte contre la mort, agonie.
Étymologie: δήϊος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δηϊοτής -ῆτος, ἡ δήιος strijd, strijd op leven en dood.
German (Pape)
ῆτος, ἡ, Krieg, Schlacht, Kampf, oft Hom., in den Formen δηϊοτῆτος, δηϊοτῆτι, δηϊοτῆτα; z.B. Il. 3.20 μαχέσασθαι ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι; Od. 11.516 πολλοὺς δ' ἄνδρας ἔπεφνεν ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι; Il. 12.244 πόλεμον καὶ δηϊοτῆτα, Homerisch, πόλεμον und δηϊοτῆτα stehn παραλλήλως, d.h. sie bedeuten dasselbe; eben so Il. 7.290 μάχης καὶ δηϊοτῆτος; auffallende Verbindungen: Il. 7.174 δηΐου ἐκ πολέμοιο καὶ αἰνῆς δηϊοτῆτος; 20.245 ἐν μέσσῃ ὑσμίνῃ δηϊοτῆτος; s.v. w. Schlachtfeld, Il. 15.584 ὅς ῥά οἱ ἀντίος ἦλθε θέων ἀνὰ δηϊοτῆτα; Od. 6.203 ὅς κεν Φαιήκων ἀνδρῶν ἐς γαῖαν ἵκηται δηϊοτῆτα φέρων; s.v. w. Todesnot Od. 12.257, wo Odysseus sagt, Skylla habe die ihm geraubten Männer verzehrt χεῖρας ἐμοὶ ὀρέγοντας ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι. – Auch Folgende: Hes. Th. 662, 852. Plur. δηϊοτῆτας, μάχας Hesych. Über den Akzent s. Scholl. Herodian. Il. 3.20 und Lehrs Aristarch. p. 269.
Russian (Dvoretsky)
δηϊοτής: ῆτος ἡ
1 война, бой, битва (ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι Hom., Hes.): δηϊοτῆτα φέρειν Hom. идти войной;
2 смертельная опасность Hom.
Greek Monotonic
δηϊοτής: -ῆτος, ἡ, ο αγώνας της μάχης, μάχη, ο αγώνας του θανάτου, ο θάνατος, σε Όμηρ.
Greek (Liddell-Scott)
δηϊοτής: ήτος, ἡ, ὁ ἀγὼν τῆς μάχης, ἡ μάχη, συχν. παρ’ Ὁμ. (ἰδίως Ἰλ.)· ἀγὼν τοῦ θανάτου, θάνατος, Ὀδ. Μ. 257.