ἔνδειγμα
Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig
English (LSJ)
-ατος, τό, (ἐνδείκνυμι) evidence, ὅτι.. Pl.Criti.110b, cf. Iamb.Myst.1.11; token, εὐνοίας D.19.256, cf. Dam.Pr.46.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
demostración, señal, prueba c. gen. εὐνοίας D.19.256, τῆς δικαίας κρίσεως τοῦ Θεοῦ 2Ep.Thess.1.5, φιλανθρωπίας Hld.1.22.1, cf. Iambl.Myst.1.11, Basil.Ep.258.1, Dam.Pr.46, Procl.in Ti.3.85.26, ἔ. ὅτι Pl.Criti.110b.
German (Pape)
[Seite 831] τό, Anzeige, Beweis, ὅτι, Plat. Crit. 110 b; εὐνοίας, Aeußerung des Wohlwollens, Dem. 19, 256; Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
preuve, témoignage, indice.
Étymologie: ἐνδείκνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἔνδειγμα: ατος τό доказательство, довод, признак (εὐνοίας Dem.): ἔ., ὅτι … Plat. что служит доказательством того, что ….
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδειγμα: τό, (ἐνδείκνυμι) ἔνδειξις, τεκμήριον, ἔνδειγμα ὅτι... πέφυκεν Πλάτ. Κριτίας 110Β· εὐνοίας ἔνδειγμα Δημ. 423. 13.
English (Strong)
from ἐνδείκνυμι; an indication (concretely): manifest token.
English (Thayer)
ἐνδειγτος, τά (ἐνδείκνυμι, token, evidence, proof (A. V. manifest token): Buttmann, 153 (134)). (Plato, Critias, p. 110b.; Demosthenes 423,13.)
Greek Monolingual
το (AM ἔνδειγμα)
ένδειξη, τεκμήριο
μσν.
πληθ. ἐνδείγματα
σημεία και τέρατα, παράλογα ή περίεργα γεγονότα.
Greek Monotonic
ἔνδειγμα: -ατος, τό, απόδειξη, τεκμήριο, ένδειξη, σε Δημ.
Middle Liddell
ἔνδειγμα, ατος, τό, n
a proof, token, Dem. [from ἐνδείκνῡμι]
Chinese
原文音譯:œndeigma 恩-得格馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在內-顯示(果效)
字義溯源:指明,證據,明證,表號;源自(ἐνδείκνυμι)=指出);由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(δείκνυμι / δεικνύω)*=顯示)組成
出現次數:總共(1);帖後(1)
譯字彙編:
1) 明證(1) 帖後1:5