ἐκδεής
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
ἐκδεές, (δέω B) wanting, imperfect, Anon. ap. Suid.
Spanish (DGE)
-ές incompleto Anon. en Sud.
German (Pape)
[Seite 756] ές, mangelhaft, Suid.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
insuffisant.
Étymologie: ἐκ, δέω².
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδεής: -ές, (δέω, ἐλλείπω, εἶμαι ἐλλιπὴς) ἐλλιπής, ἀτελής, Σουΐδ., Ζωναρ. σ. 659.
Greek Monotonic
ἐκδεής: -ές (δέομαι), ελλιπής, ατελής.