unskilful
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
P. ἄτεχνος, ἀνεπιστήμων, P. and V. ἄπειρος, ἀμαθής, V. φλαυρουργός.
incompetent: P. and V. φαῦλος, κακός, Ar. and P. ἀδύνατος, πονηρός, μοχθηρός.