sólido
From LSJ
Πολλοὶ μὲν εὐτυχοῦσιν, οὐ φρονοῦσι δέ → Multis adest fortuna, non prudentia → Viele sind im Glück und doch nicht bei Verstand
Spanish > Greek
ἁδρός, δυσπερίτρεπτος, ἀθέρητος, ἀτειρής, ἀσφαλής, βέβαιος, ἀστεμφής, διαστηρίζω, δυναμικός, βαθύς, ἀδιάσειστος, ἄτρυφος, ἐμβριθής, ἀθερής, ἀπτώς, ἀπτής, ἀντιτυπητικός, ἀντιτυπικός, ἐμπεδοσθενής