transportar
From LSJ
Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit
Spanish > Greek
αἴρω, διαπεράω, ἐκφορτίζομαι, αἰωρίζω, ἀγινέω, διαβιβάζω, ἄγω, ἀπάγω, διοχετεύω, ἀποικονομέω, διαβαστάζω, διαπέμπω, διαπορθμίζω, διαπορθμεύω, ἀνακομίζω, διακομίζω