ἀγινέω
Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart
English (LSJ)
lengthened Ep. and Ion. (also later Dor., v. sub fin.) form of ἄγω, mostly used in pres. and impf. (with or without augm. in Hom.); inf. pres. ἀγινέμεναι Od.20.213: impf. ἀγίνεσκον Od.17.294 (ἠγίνεσκον Arat.111): fut. ἀγινήσω h.Ap.57,249, al.:—lead, bring, νύμΦας.. ἠγίνεον ἀνὰ ἄστυ Il.18.493; μῆλον ἀ. Od.14.105; ἀ. αἶγας μνηστήρεσσι 22.198; ἀγίνεον ἄσπετον ὕλην Il.24.784; freq. of offerings, dedications, etc., δῶρα ἀγίνεον Hdt.3.89, cf. 93,97, etc., Hp.Ep.27, Herod. 4.87, Call.Iamb.1.251, AP6.75 (Paul. Sil.); πλοῦτον ἀ. εἰς ἀρετήν Crates Theb.10.8; ληιάδας ἀ. lead captive, A.R.1.613; ἄνθεα τοσσάπερ ὧραι ποικίλ' ἀγινεῦσι Call.Ap.82; τέτρατον ἦμαρ ἀ., of the moon, Arat.792; keep, observe, παιγνίην Herod.3.55:—Med., cause to be brought, ἐς τὸ ἱρὸν ἀγινεόμενος γυναῖκας Hdt.7.33:—Pass., Arr.Ind. 32.7; αἴκα τὰ πάθεα τᾶς ψυχᾶς ἐς τὸ μέτριον ἀγινῆται Hippod. ap. Stob. 4.1.94.
Spanish (DGE)
(ἀγῑνέω)
• Prosodia: [ᾰ-]
I de pers. y anim.
1 guiar, conducir por su pie (llevar o traer según el contexto de alejamiento o acercamiento) νύμφας ἀνὰ ἄστυ Il.18.493, μῆλον Od.14.105, ἀγινεῖς αἶγας μνηστήρεσσι Od.22.198, cf. Od.20.213.
2 llevarse o traerse con violencia, raptar παῖδας ... ἀγινέων ἐπώλεε ἐς Σάρδις Hdt.8.105, γυναῖκάς τε καὶ παῖδας Hp.Or.Thess.406, ληιάδας A.R.1.613
•en v. med. traerse, hacerse traer γυναῖκας Hdt.7.33.
II de cosas y abstr.
1 traer o llevar, transportar ὕλην Il.24.784, οἴκαδε καρπόν Hes.Op.576, τὰ κιννάμωμα ... ἐς Ἀσσυρίους ἀγινέεσθαι Arr.Ind.32.7, ἀργυρέους κρητῆρας Nonn.D.14.259
•esp. ref. al transporte de mercancías por mar, Hsch.s.uu. ἀγεινεῖν, ἀγείνεον
•fig. ἄνθεα ... ἐν ἐίαρι τόσσα περ Ὧραι ... ἀγινεῦσι Call.Ap.82.
2 aportar como ofrenda o sacrificio, ofrecer, ofrendar, dedicar ἑκατόμβας h.Ap.57, 249, ὅπλον AP 6.75 (Paul.Sil.), c. ac. int. ἐπὴν τὰ τὠπόλλωνος ἵρ' ἀγινῆται Call.Fr.194.36, cf. Herod.4.87
•ofrecer, satisfacer un tributo δῶρα Hdt.3.89, cf. 93, 97.
3 fig. dirigir, conducir, encauzar αἴκα τὰ πάθεα ... ἐς τὸ μέτριον ἀγινῆται Hippod.100.9.
4 fig. c. expr. de tiempo pasar παιγνίην ἀ. pasar, celebrar la fiesta Herod.3.55, εἰ δ' αὕτως ὀρθὴ καὶ τέτρατον ἦμαρ ἀγινεῖ y si (la luna) pasa también el cuarto día en posición vertical Arat.792.
• Etimología: Deriv. de ἄγω.
French (Bailly abrégé)
conduire, amener, porter, transporter;
Moy. ἀγινέομαι faire transporter.
Étymologie: ἄγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀγινέω ἄγω ep. inf. praes. ἀγινέμεναι; Ιon. ind. imperf. ἠγίνεον en ἀγίνεον, iter. ἀγίνεσκον, (mee)voeren, brengen:; νύμφας … ἠγίνεον ἀνὰ ἄστυ men voerde de bruiden door de stad Il. 18.493; ἦν κατεστηκὸς οὐδὲν φόρου πέρι, ἀλλὰ δῶρα ἀγίνεον er was niets vastgesteld wat betreft belasting, maar men bracht geschenken Hdt. 3.89; ook med. bij zich hebben, meenemen.
German (Pape)
[ῑ], ion. für ἄγω, führen, Hom. νύμφας ἠγίνεον ἀνὰ ἄστυ Il. 18.493, ἀγίνεον ὕλην 24.784, μῆλον ἀγινεῖ Od. 14.105, αἶγας 22.198 (nachgeahmt von Luc. Dea Syr. 49). Die Formen ἀγινέμεναι Od. 20.213 und ἀγίνεσκον 17.294, auch Ap.Rh. 1.111, nötigen nicht zur Annahme eines praes. ἀγίνω; fut. ἀγινήσω findet sich mehreremal im H.Apoll. – Her. nur praes. und impf., δῶρα 3.89, 97; σιτία 7.25; neben ἄγω 3.11; med. ἀγινεόμενος γυναῖκας ἐς ἱερόν, ließ sich Frauen in den Tempel führen, 7.33. Außer bei den alexand. Dichtern und in der Anth. noch Arr. Ind. 8.9 ἀγώγιμα ἀγινέοντες.
Russian (Dvoretsky)
ἀγῑνέω: (ᾰ) (эп. inf. ἀγινέμεναι, impf. ἠγίνεον и ἀγίνεον, aor. iter. ἀγίνεσκον)
1 приводить, пригонять (νύμφας ἀνὰ ἄστυ, αἶγάς τινι Hom.; ἑκατόμβας τινί HH): ἀγινεῖσθαί τινα ἐς τὸ ἱρόν Her. приказать привести кого-л. в храм;
2 приносить, доставлять (ὕλην Hom.; δῶρα, σιτία Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγῑνέω: ἐκτεταμένος, Ἐπ. καὶ Ἰων. τύπος τοῦ ἄγω ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡροδ. μόνον κατ’ ἐνεστῶτα καὶ παρατ. (παρατ. ἀναύξητος ἢ μετ’ αὐξήσ. παρ’ Ὁμ. ἀλλὰ παρ’ Ἡροδ. ἀείποτε ἄνευ αὐξήσεως)· ἀπαρ. ἐνεστ. ἀγινέμεναι, Ὀδ. Υ. 213. Ἰων, παρατ. ἀγίνεσκον, Ὀδ. Ρ, 294· (παρ’ Ἀράτ. 111 ἠγίνεσκον), πρβλ. καλέσκετο, πωλέσκετο· μέλλ. ἀγινήσω, Ὕμ. Ὁμ. Ἀποσπ. 57. 249, κτλ. = ὁδηγῶ, φέρω, ἄγω, νύμφας... ἠγίνεον κατὰ ἄστυ, Ἰλ. Σ. 493, μῆλον ἀγινεῖ, Ὀδ. Ξ. 105, ἀγινεῖς αἶγας μνηστήρεσσι, Χ. 198, ἀγίνεον ἄσπετον ὕλην, Ἰλ. Ω. 784, δῶρα ἀγίνεον, Ἡρόδ. 3, 89· πρβλ. 93, 97, κτλ. Πρβλ. ἀπαγινέω· ― οὕτω, πλοῦτον ἀγ. εἰς ἀρετήν, Ἀνθ. Π. παράρτ. 47· ληιάδας ἀγίνεον, ἦγον αἰχμαλώτους, Ἀπολλ. ῾Ρόδ. 1. 613. ― Μέσ. κάμνω νὰ φέρῃ τις, γυναῖκας εἰς τὸ ἱρὸν ἀγινεόμενος, Ἡρόδ. 7, 33. [Τὸ ἠγίνεον ἐν Ἰλ. Σ. 493 εἶνε τρισύλλαβον]. Ἐκτὸς τῶν ἀλεξανδρ. ποιητῶν καὶ τῆς Ἀνθολ. ἀπαντᾷ καὶ ἐν Ἀρρ. Ἰνδ. 8, 9, ἀγώγιμα ἀγινέοντες.
Greek Monotonic
ἀγῑνέω: εκτεταμ. Επικ. και Ιων. τύπος αντί ἄγω, μόνο στον ενεστ. και παρατ.· Επικ. απαρ. ἀγινέμεναι· μέλ. ἀγινήσω, Επικ. και Ιων. παρατ. ἀγίνεον ή ἀγίνεσκον· οδηγώ, φέρω, μεταφέρω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. — Μέσ., προκαλώ, κάνω να μεταφερθεί κάτι από κάποιον, στον ίδ.
Middle Liddell
[lengthened form of ἄγω]
to lead, bring, carry, Il., Hdt.; Mid. to cause to be brought, Hdt.