Πλαταιές

From LSJ

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source

Greek Monolingual

οι / Πλαταιαί, αἱ, ΝΑ, βοιωτ. τ. Πλατηαί, σπάν. τ. εν. Πλάταια, ἡ, ΝΑ
πόλη της Βοιωτίας, κτισμένη στις βόρειες υπώρειες του Κιθαιρώνος, κατά τα σύνορα της Αττικής, που είχε πληθυσμό ιωνικής καταγωγής και πήρε την ονομασία της από την Πλάταια, την κόρη του Ασωπού, κατά τον Όμηρο δε πολέμησε μαζί με τις άλλες βοιωτικές πόλεις στον Τρωικό Πόλεμο
2. φρ. «μάχη τών Πλαταιών» — μάχη που έγινε τον Αύγουστο του 479 π.Χ. στο εκτεινόμενο από τις Πλαταιές μέχρι τη νότια ὁχθη του Ασωπού ποταμού πεδίο, κατά την οποία συγκρούστηκε η υπό τον Μαρδόνιο περσική δύναμη με τον υπό τις διαταγές του Σπαρτιάτη Παυσανία στρατό και η οποία αποτέλεσε τον θριαμβευτικό για τους Έλληνες επίλογο τών Περσικών Πολέμων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το τοπωνύμιο Πλάταια/ Πλαταιαί παράγεται από το θ. του επιθ. πλατύς. Κατά μία άποψη, η λ. αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. prthivī «γη, πλατιά επιφάνεια», Κατ' άλλους, ο τ. Πλάταια έχει προέλθει από το πλατεῖα, θηλ. του επιθ. πλατύς με αφομοίωση του -ε- σε -α-. Για τη διαφορά τονισμού στους τ. του εν. και πληθ. Πλάταια και Πλαταιαί, πρβλ. ἄγυια: ἀγυιαί].