άδειος

From LSJ
Pindar, Pythian, 3.61f.

Greek Monolingual

(I)
ἄδειος, -ον (Α)
ο άφοβος, ο απτόητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + δFεῖος, το (= δέος, το)
πρβλ. δειλός, δεινός].
(II)
-α, -ο
αυτός που δεν έχει περιεχόμενο, αδειανός, κενός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδειάζω
υποχωρητικά (πρβλ. αγιάζω > άγιος).
ΠΑΡ. αδειανός, αδειοσύνη, αδειάτος.
ΣΥΝΘ. αδειοκέφαλος, αδειοπούγγης].