άκληρος
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄκληρος, -ον) (νεοελλ. και άκλερος, -η, -ο)
νεοελλ.
1. όποιος δεν έχει κληρονόμους, ο άτεκνος
2. όποιος δεν έλαβε μερίδιο από κληρονομιά, δεν κληρονόμησε τίποτε
3. ο δυστυχισμένος, ο κακόμοιρος1
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει κλήρο γης, ο φτωχός
2. αυτός που δεν παίρνει μέρος, που δεν μετέχει σε κάτι
3. όποιος δεν μοιράστηκε με κλήρο, δεν έγινε κτήμα κάποιου
4. εκείνος που έχασε τον κλήρο του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + κλῆρος.
ΠΑΡ. ακληρία
αρχ.-μσν.
ἀκληρῶ
μσν.
ἀκληρεί, ἀκληρίζω
νεοελλ.
ακληριάζω, ακληρίλα, ακληρίτης].