Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άπειμι

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452

Greek Monolingual

(I)
ἄπειμι (AM) ειμί
1. βρίσκομαι μακριά από κάπου
2. δεν παρευρίσκομαι κάπου, είμαι απών
3. λείπω ή δεν συνυπολογίζομαι
4. (η ευκτ.) ἀπείη
ὃ μὴ γένοιτο
5. η μετοχή ενεστ. (απών, απούσα, απόν αρχ. -μσν., ἀπών, ἀποῦσα, ἀπόν)
αυτός που απουσιάζει, που δεν είναι παρών κάπου.
(II)
ἄπειμι (AM) είμι
1. αποχωρώ, φεύγω
2. βγαίνω απ' το σπίτι για να μετάσχω σε κάποια εκδήλωση
μσν.
απρόσ. ἀπῄει
θα οδηγούσε στο να..., σχεδόν θα...
αρχ.
δραπετεύω ή αυτομολώ
2. ξαναγυρίζω, επιστρέφω
3. φεύγω για πάντα, πεθαίνω
4. αποβάλλομαι, εκκρίνομαι.