άπολις
From LSJ
Greek Monolingual
(Α ἄπολις, -ιδος κ. -εως κ. ιων. -ιος, -ι)
1. αυτός που δεν έχει δική του πόλη, ο άπατρις
2. αυτός που έχασε τα πολιτικά του δικαιώματα
νεοελλ.
ο στερημένος από κάθε ιθαγένεια, μη αναγνωριζόμενος από καμιά πολιτεία ως υπήκοος της
αρχ.
1. ο μη γνήσιος πολίτης
2. (για χώρα) ο δίχως πόλεις
3. φρ. «πόλις ἄπολις»
α) πόλη χωρίς πολίτες, τελείως ερημωμένη
β) πόλη χωρίς οργάνωση, χωρίς θεσμούς.