άσπλαγχνος
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
Greek Monolingual
η (AM ἀσπλαγχνία) άσπλαχνος, άσπλαγχνος
η έλλειψη ευσπλαγχνίας, η ανοικτιρμοσύνη, η απανθρωπιά.