αήτης

From LSJ

Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art

Menander, Monostichoi, 241

Greek Monolingual

ἀήτης, ο και ἀήτη, η (Α)
1. (με τις γενικές «ἀνέμου» «ἀνέμων Ζεφύρου») δυνατό φύσημα, βίαια, θυελλώδης πνοή, θύελλα
2. (απόλ. χωρίς τη γενική) άνεμος, αέρας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄημι.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀητόρρους].