αβρόβιος

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source

Greek Monolingual

ἁβρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει μέσα στην πολυτέλεια, την άνεση, αβροδίαιτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁβρὸς + βίος.