ἁβρόβιος
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
ἁβρόβιον, living delicately, effeminate, Ἴωνες B.17.2, cf. Plu.Demetr.2 (Sup.), D.P.968, Alciphr.1.12.
Spanish (DGE)
-ον
1 de vida muelle o refinada Ἴωνες B.18.2, cf. Plu.Demetr.2, D.P.968, Alciphr.1.15.1, de los frigios, Nonn.D.43.447, ἁβρόβιον βίον ἑλύει Epic.Alex.Adesp.Inc.4.
2 adv. ἁβροβίως = refinadamente Tz.Ep.67 (p.97.2).
German (Pape)
[Seite 4] üppig lebend, Phäaken, Plut. Is. et Os. 7; Hymp. 8, 3; Araber, Dionys. Per. 368; superlat. bei Plut. Demetr. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
efféminé.
Étymologie: ἁβρός, βίος.
Russian (Dvoretsky)
ἁβρόβιος: ведущий изнеженный образ жизни Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἁβρόβιος: ὁ ἁβρῶς βιῶν, ὁ πολυτελῶς ζῶν, ὁ ἁβροδίαιτος· «οὐχ ὡς ἁβροβίων Ἀράβων γένος» Διονυσ. Περ. 968 Πολυδ. Ὀνομ. Ϛ΄ 27 κτλ. ὑπερθ. -ώτατος, Πλουτ. Δημητρ. 2 κτλ.
Greek Monotonic
ἁβρόβιος: -ον, αυτός που ζει με κομψότητα, χάρη, πολυτέλεια, θηλυπρεπής, σε Πλούτ.
Middle Liddell
living delicately, effeminate, Plut.
Translations
effeminate
Amharic: ሴታ ሴት; Arabic: مُخَنَّث; Armenian: կնաբարո, ղզիկ; Aromanian: muljirashcu; Bikol Central: babayinhon; Bulgarian: женствен; Chinese Cantonese: 乸型; Mandarin: 娘娘腔, 女人氣/女人气; Coptic: ⲙⲁⲗⲁⲕⲟⲥ; Czech: zženštilý; Danish: kvindagtig; Dutch: verwijfd; Esperanto: virineca, ineca; Finnish: naismainen, epämiehekäs, feminiininen; French: efféminé, efféminée; Galician: afeminado; German: weibisch, tuntig, effeminiert, verweichlicht, verweiblicht; Greek: θηλυπρεπής; Ancient Greek: ἁβρόβιος, ἁβρός, αἰσχροπαθής, ἀνδρογύναιος, ἀνδρογύνης, ἀνδρόγυνος, ἁπαλός, ἀπομάλακος, βακέλας, βάκηλος, βάναυσος, γυναικάνηρ, γυναικεῖος, γυναικηρός, γυναικίας, γυναικικός, γυναικοήθης, γυναικόμιμος, γυναικόμορφος, γυναικοπαθής, γυναικοτραφής, γυναικόφρων, γυναικώδης, γύννις, διακεκλασμένος, διονῦς, ἐκτεθηλυμμένος, θηλυδρίας, θηλυδρίης, θηλυδριῶδες, θηλυδριώδης, θηλυκῶδες, θηλυκώδης, θηλύμορφος, θηλύνους, θηλύφρων, θηλύψυχος, θρυπτικός, Ἰωνικός, κατακεκλασµένος, κατατεθηλυμμένος, κατεαγός, κατεαγώς, μαλακός, μαλακόσωμος, μαλθακός, μαλθάκων, μεῖραξ, μόλθακος, ὄλολυς, σαβακός, σαλμακίς, Σαλμακίς, τρυφερόβιος, τρυφερός, τρυφῶν, ὑπόθηλυς, χλιδανός; Indonesian: banci, kemayu; Irish: baineanda, baineann, piteogach, piteánta; Italian: effemminato; Japanese: 女々しい; Korean: 유약; Kurdish Northern Kurdish: serejin, nemêr; Latin: eviratus, perfluus; Macedonian: женствен; Manx: dendeaysagh, soailtagh, bwoirrin, benoil; Norwegian: kvinneaktig, umandig, jentete, jenteaktig, kvinnelig, femi, bløtaktig; Bokmål: feminin, fjollete; Nynorsk: feminin; Persian: امرد; Polish: zniewieściały, zbabiały, wydelikacony, babski, babski; Portuguese: afeminado, efeminado, mulheril, adamado, amulherado, afemeado, amaricado, dengoso, inviril, mulherengo, amulherengado, paneleiro, apaneleirado, maricas, mariconço, bicha, abichanado, larilas, panilas, enerve; Romanian: afemeiat; Russian: женоподобный; Scottish Gaelic: boireannta; Slovak: zoženštený; Spanish: afeminado, amanerado, amujerado, ahembrado, adamado, mujeril, amariconado; Swedish: fjollig; Tagalog: binabae; Turkish: yumuşak, efemine; Ukrainian: жоновидий, жінкуватий; Uzbek: xotinchalish, xezalak; Welsh: merchetaidd