ἁβρόβιος Search Google

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁβρόβιος Medium diacritics: ἁβρόβιος Low diacritics: αβρόβιος Capitals: ΑΒΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: habróbios Transliteration B: habrobios Transliteration C: avrovios Beta Code: a(bro/bios

English (LSJ)

ἁβρόβιον, living delicately, effeminate, Ἴωνες B.17.2, cf. Plu.Demetr.2 (Sup.), D.P.968, Alciphr.1.12.

Spanish (DGE)

-ον
1 de vida muelle o refinada Ἴωνες B.18.2, cf. Plu.Demetr.2, D.P.968, Alciphr.1.15.1, de los frigios, Nonn.D.43.447, ἁβρόβιον βίον ἑλύει Epic.Alex.Adesp.Inc.4.
2 adv. ἁβροβίως = refinadamente Tz.Ep.67 (p.97.2).

German (Pape)

[Seite 4] üppig lebend, Phäaken, Plut. Is. et Os. 7; Hymp. 8, 3; Araber, Dionys. Per. 368; superlat. bei Plut. Demetr. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
efféminé.
Étymologie: ἁβρός, βίος.

Russian (Dvoretsky)

ἁβρόβιος: ведущий изнеженный образ жизни Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἁβρόβιος: ὁ ἁβρῶς βιῶν, ὁ πολυτελῶς ζῶν, ὁ ἁβροδίαιτος· «οὐχ ὡς ἁβροβίων Ἀράβων γένος» Διονυσ. Περ. 968 Πολυδ. Ὀνομ. Ϛ΄ 27 κτλ. ὑπερθ. -ώτατος, Πλουτ. Δημητρ. 2 κτλ.

Greek Monotonic

ἁβρόβιος: -ον, αυτός που ζει με κομψότητα, χάρη, πολυτέλεια, θηλυπρεπής, σε Πλούτ.

Middle Liddell

living delicately, effeminate, Plut.

Translations