αβρόβιος
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
Greek Monolingual
ἁβρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει μέσα στην πολυτέλεια, την άνεση, αβροδίαιτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁβρὸς + βίος.