αγρυπνώ

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source

Greek Monolingual

[Α ἀγρυπνῶ (-έω)]
1. δεν μπορώ να κοιμηθώ τη νύχτα, μένω άγρυπνος, ξενυχτώ
2. προσέχω, επιτηρώ, φροντίζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγρυπνος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγρυπνητικός
νεοελλ.
αγρύπνημα, αγρυπνητής].