αδάκρυτος

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Greek Monolingual

και -στος, -η, -ο (Α ἀδάκρυτος, -ον)
1. αυτός που δεν χύνει ή δεν έχυσε δάκρυα, ο χωρίς δάκρυα
2. αυτός που δεν λυπάται, ο άλυπος
3. αυτός για τον οποίο δεν χύθηκαν δάκρυα, άκλαυτος, αθρήνητος
4. αυτός που δεν προξενεί δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + δακρύω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀδακρυτί.