αδιαλλαξία
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
Greek Monolingual
η αδιάλλακτος
έλλειψη διαλλακτικότητας, ισχυρογνωμοσύνη, πείσμα, φανατισμός.