αδιεκδίκητος

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

Greek Monolingual

-η, -ο διεκδικώ
1. αυτός που δεν διεκδικήθηκε ή δεν διεκδικείται
2. αυτός που δεν μπορεί να διεκδικηθεί από κανένα, αδιαμφισβήτητος, αδιαφιλονίκητος.