αδράνεια

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

η (Α ἀδράνεια) ἀδρανής
1. απραξία, έλλειψη δραστηριότητας, αδυναμία
2. (Φυσ.). η ιδιότητα των υλικών σωμάτων να αντιστέκονται σε ό,τι επιχειρεί να μεταβάλει την κατάσταση στην οποία βρίσκονται (π.χ. να τά θέσει σε κίνηση όταν ακινητούν), να μεταβάλει την ταχύτητα τους (κατά μέτρο ή διεύθυνση), αν ήδη κινούνται, ή τέλος να μεταβάλει το ηλεκτρικό ρεύμα που περνά από αυτά ή το ηλεκτρικό φορτίο που έχουν.