αερότοπος

From LSJ

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source

Greek Monolingual

και αγερό-, ο
1. το αεροτόπι
2. τόπος άγονος
3. τόπος ακαλλιέργητος, χέρσος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + τόπος.