τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
και αγερό-, ο1. το αεροτόπι2. τόπος άγονος3. τόπος ακαλλιέργητος, χέρσος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + τόπος.