Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.
1. αισθάνομαι αηδία για κάποιον ή κάτι, αποστρέφομαι, σιχαίνομαι2. προκαλώ αηδία, αποστροφή σε κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αηδία.ΠΑΡ. αηδίασμα, αηδιασμός, αηδιαστικός].