αθρεψικός

From LSJ

ἀρχὴν μὲν μὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον· φύντα δ' ὅμως ὤκιστα πύλας Ἀίδαο περῆσαι → First, it is best for mortals to not be born. If born, to pass through Hades' gates as soon as possible.

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό αθρεψία
1. ο σχετικός με την αθρεψία
2. (και ως ουσ.) αυτός που πάσχει από αθρεψία.