ακούμπημα
From LSJ
Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich
Greek Monolingual
και ακούμπισμα, το ακουμπώ
1. η στήριξη σε σταθερό σημείο
2. η ενέργεια της στήριξης
3. το μερος όπου στηρίζεται κάτι
4. το αποκούμπι, η υποστήριξη
5. το ενέχυρο και η ενεχυρίαση.