ακούμπημα

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

και ακούμπισμα, το ακουμπώ
1. η στήριξη σε σταθερό σημείο
2. η ενέργεια της στήριξης
3. το μερος όπου στηρίζεται κάτι
4. το αποκούμπι, η υποστήριξη
5. το ενέχυρο και η ενεχυρίαση.