ακριβεύω
From LSJ
Greek Monolingual
(Α ἀκριβεύω) ἀκριβής
χρησιμοποιώ κάτι όπως και όταν πρέπει, ακριβολογώ
νεοελλ.
ακριβαίνω
αρχ.
-ομαι
1. είμαι ακριβής
2. εξετάζω, ερευνώ προσεκτικά
«ἠκριβεύετο παρ’ αὐτοῦ τὶ τῶν καλῶν αὐτῷ κατώρθωται πώποτε» (Παλλάδιος 1164 c)
3. οδηγούμαι από κάποιον «ἐάν μὴ ἀκριβεύσωμαι ὑφ’ ὑμῶν» (Πάπυρ.).