αλατιέρα

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480

Greek Monolingual

η αλάτι
μικρό επιτραπέζιο σκεύος από γυαλί, ξύλο, ή άλλο υλικό για τη φύλαξη του αλατιού, αλατοδοχείο, αλατερή.