αλλεπάλληλος

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλλεπάλληλος, -ον)
ο ένας επάνω στον άλλο, ο ένας μετά τον άλλο, αλληλοδιάδοχος, συνεχής, πυκνός, συχνός
αρχ.
1. εναλλασσόμενος, μεταβαλλόμενος, ποικίλος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλλεπάλληλον
3. επίρρ. ἀλλεπαλλήλως
κατά σωρούς, σωρηδόν.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλλος + ἐπάλληλος.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αλλεπαλληλία].