αμιλλώμαι
From LSJ
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
Greek Monolingual
(-άομαι) (Α αμιλλῶμαι)
αγωνίζομαι, προσπαθώ να ξεπεράσω κάποιον, να φανώ ή να γίνω ανώτερος από αυτόν διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι
νεοελλ.
είμαι εφάμιλλος, ισάξιος με κάποιον ή κάτι
αρχ.
1. εντείνω τις δυνάμεις μου για να πετύχω κάτι, πασχίζω, μοχθώ
2. γίνομαι αντικείμενο άμιλλας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅμιλλα.
ΠΑΡ. αρχ. ἁμίλλημα, ἁμιλλητήρ, ἁμιλλητικός
αρχ.-μσν.
ἁμιλλητήριος.
ΣΥΝΘ. ἀνθαμιλλῶμαι, διαμιλλῶμαι, συναμιλλῶμαι
αρχ.
ἐναμιλλῶμαι, ἐξαμιλλῶμαι, παραμιλλῶμαι, προσαμιλλῶμαι].